Σατυρίδιον

Σατυρίδιον
Σᾰτῠρ-ίδιον [ῑδ], τό, Dim. of Σάτυρος, Stratt.66.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σατυρίδιον — τὸ, Α [Σάτυρος] (υποκορ. τ.) μικρός Σάτυρος …   Dictionary of Greek

  • Σατυριδίων — Σατυρίδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σατυρίσκος — ὁ, Α [Σάτυρος] 1. (υποκορ. τ.) μικρός Σάτυρος, Σατυρίδιον* 2. το φυτό σατύριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”